- ρηγνύω
- ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν.β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ.γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.)νεοελλ.φρ. «ρηγνύω κραυγή» — βγάζω δυνατή φωνή, κραυγάζωαρχ.1. (σχετικά με τάξεις τού εχθρού) διασπώ («Τρῶων ῥῆξε φάλαγγα», Ομ. Ιλ.)2. εκβάλλω, αναδίδω («δακρύων ῥήξασα θερμὰ νάματα», Σοφ.)3. (σχετικά με δαιμονισμένο ή επιληπτικό) επιφέρω κρίση με σπασμούς, συνταράσσω («ἔρρηξεν αὐτὸν τὸ δαιμόνιον καὶ συνεσπάραξεν», ΚΔ)4. (αμτβ.) ξεσπώ («τὸ πνεῡμα ῥήγνυσι», Ιπποκρ.)5. μέσ. ῥήγνυμαιπροξενώ, δημιουργώ («ἔριδα ῥήγνυτο», Ομ. Ιλ.)6. παθ. α) (για πλοίο) συντρίβομαι («ναῡν πλέουσαν ῥαγῆναι», Δημοσθ.)β) (για λίθο) χαράζομαιγ) ξεσπώ, ξεθυμαίνωδ) (για πόλεμο) αρχίζω, ξεσπώ («τοῡ Περσικοῡ... πολέμου ῥαγέντος», Λιβάν.)ε) (για άνθρωπο φθονερό) σκάω από τη ζήλεια μου, από το κακό μου7. φρ. α) «ῥήγνυμι πέπλους» σχίζω τα ρούχα μου σε ένδειξη πένθουςβ) «ῥήγνυμι φωνήν»(ιδίως για άτομα που ήταν προηγουμένως άφωνα ή σιωπηλά) βγάζω ξαφνικά φωνή, ξεφωνίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥήγ-νυ-μι (με πρόσφυμα -νυ-, πρβλ. πήγ-νυ-μι) ανάγεται στην απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *wreg- / *wrog - «σπάω» και συνδέεται με τα: λιθουαν. režiu «αποσπώ, αρπάζω» και αρχ. σλαβ. režọ «κόπτω». Η σύνδεση τού ρ. με το αρμ. ergicanem «σπάω» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Παρετυμολογική επίσης θεωρείται η σύνδεση τού ρ. με το ρ. ῥάσσω «χτυπώ» (βλ. λ. ῥάσσω). Στην απαθή βαθμίδα του ῥήγνυμι ανάγονται οι τ. ῥηκτός, ῥῆγμα, ῥηγμίν, ῥηγμός, ῥήξις, ῥήκτης, ενώ στην ετεροιωμένη με φωνηεντισμό -ω- οι τ. ῥώξ, ῥωγμή, ῥωχμός, ῥωγάς και ο παρακμ. ἔρρωγα. Ο παθ. αόρ, εξάλλου, ἐρράγην, όπως και αρκετά ονοματικά παράγωγα (πρβλ. ῥαγή, ῥαγάς, ῥάγος, ῥακτός, ῥάγδων και τα σύνθ. σε -ρραγής: αἱμο-ρραγής), που εμφανίζουν τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας με φωνηεντισμό -ᾱ-, θεωρούνται μτγν. τ. σχηματισμένοι πιθ. αναλογικά προς τους αντίστοιχους τ. τού πήγνυμι (πρβλ. ἐπάγων, πάγη, πάγος). Ο ενεστ. τ. ῥηγνύω αποτελεί θεματική μορφή τού ενεστ. ῥήγνυμι (πρβλ. πήγνυμι: πηγνύω). Το ρ. ῥήγνυμι εμφανίζεται επίσης ως α' συνθετικό με τη μορφή η ῥηξι- (πρβλ. ῥηξικέλευθος, ῥηξί-νους, ῥηξί-φλοιος) σε σύνθετα τού τύπου τερψίμβροτος*. Το ρ. ῥήγνυμι, τέλος, με αρχική σημ. «σπάω, ραγίζω», χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και την έννοια τής βιαιότητας, τής φθοράς, τής καταστροφής (πρβλ. το επίρρ. ῥάγδην* «απότομα, βίαια, ορμητικά», από όπου το επίθ. ῥαγδαῖος και τα σύνθ. σε -ρραγής).ΠΑΡ. ραγάς(-άδα), ράγδην, ραγή, ρήγμα, ρήκτης, ρήξη, ρωγμήαρχ.ράγα (ΙΙΙ), ράγος, ρηγμίν(-ίς), ρηγμός, ρωγαλέος, ρωγάς, ρωχμόςαρχ.-μσν.ρώξ (Ι).ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αμφιρρήγνυμι, αναρρήγνυμι(-ύω), αντιρρήγνυμι, απορρήγνυμι(-ύω), διαρρήγνυμι, εκρήγνυμι, εκρήγνυμι, επιρρήγνυμι, καταρρήγνυμι (-ύω), παραρρήγνυμι(-ύω), περιρρήγνυμι (-ύω), προσρήγνυμι, συρρήγνυμι, υπορρήγνυμινεοελλ.διαρρηγνύω, εκρηγνύω].
Dictionary of Greek. 2013.